ξάσπρισμα

ξάσπρισμα
τό
1) отбеливание; 2) выцветание, линяние

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξάσπρισμα" в других словарях:

  • ξάσπρισμα — το [ξασπρίζω] 1. άσπρισμα, λεύκανση 2. απώλεια τού χρώματος, ξεθώριασμα …   Dictionary of Greek

  • ξάσπρισμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξασπρίζω, ξεθώριασμα, αποχρωματισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απολεύκανση — η τέλεια λεύκανση, ξάσπρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολευκαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ασπρίλα — η 1. η ασπράδα, η λευκότητα 2. το ξάσπρισμα, η αλλοίωση του χρωματισμού 3. η χλωμάδα, η ωχρότητα («η ασπρίλα του νερού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + (κατάλ.) ίλα (πρβλ. ανατριχίλα, κοκκινίλα, μαυρίλα κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • εκλεύκανση — η πλήρης λεύκανση, ξάσπρισμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»